- σφουγγαράδικο
- τοπλοίο που χρησιμοποιείται για την αλιεία σφουγγαριών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφουγγαράδικος — η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σφουγγαρά ή στην αλιεία σπόγγων, σπογγαλιευτικός («σφουγγαράδικο καΐκι») 2. το ουδ. ως ουσ. το σφουγγαράδικο α) σπογγαλιευτικό πλοίο β) πρατήριο σφουγγαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σφουγγαραδ τού πληθ. τής… … Dictionary of Greek
σπογγαλιευτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπογγαλιεία («σπογγαλιευτικό επάγγελμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το σπογγαλιευτικό ναυτ. ειδικά διαμορφωμένο και εξοπλισμένο πλοίο που είναι προορισμένο για την αλιεία τών σπόγγων και χαρακτηρίζεται,… … Dictionary of Greek
σπογγαλιευτικό — το πλοίο που χρησιμοποιείται στη σπογγαλιεία, σφουγγαράδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)